- μουτράκι
- το ласк, мордочка, личико;
όμορφο μουτράκι — красивая мордочка;
έξυπνο μουτράκι — умное личико
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όμορφο μουτράκι — красивая мордочка;
έξυπνο μουτράκι — умное личико
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουτράκι — το (με θωπευτική σημ.) μικρό μούτρο, μικρό και συμπαθητικό πρόσωπο … Dictionary of Greek